- εναπομάσσω
- ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω)μσν.μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαιαρχ.1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.)2. απεικονίζω, σχηματοποιώ, δίνω μορφή σε κάτι3. μέσ. ἐναπομάσσ(ττ)ομαισκουπίζω με σπόγγο4. τρίβω.
Dictionary of Greek. 2013.